διαλλακτικότητα

διαλλακτικότητα
η
διάθεση για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαλλακτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαλλακτικότητα — η η ιδιότητα του διαλλακτικού, η αποφυγή διαμάχης: Χρειάζεται διαλλακτικότητα στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε δύο κράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

  • Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …   Dictionary of Greek

  • μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… …   Dictionary of Greek

  • Βάλβης, Ζηνόβιος — (Μεσολόγγι 1800 – Μεσολόγγι 1886). Νομομαθής και πολιτικός. Μαθήτευσε αρχικά στη Θεολογική σχολή της Χάλκης και στη συνέχεια, λίγο πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας όπου σπούδασε νομικά. Μετά την άφιξη του Όθωνα στην …   Dictionary of Greek

  • Γκρομίκο, Αντρέι Αντρέγεβιτς — (Andrey Andreyevich Gromyko, 1909 – 1989). Ρώσος πολιτικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε σύμβουλος πρεσβείας (1939 43) και πρεσβευτής (1943 46) στην Ουάσινγκτον, μόνιμος εκπρόσωπος (1946 48) της πρώην ΕΣΣΔ στον OΗΕ και από το 1949 υφυπουργός και… …   Dictionary of Greek

  • Εδουάρδος — I (Edward). Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ε. ο Πρεσβύτερος (; – 924). Βασιλιάς του Γουέσεξ(899 924). Ήταν δευτερότοκος γιος του Αλφρέδου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο το 899. Ασχολήθηκε μαζί με την αδελφή του Έθελφλεντ με την… …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • μετριοπάθεια — η συγκράτηση των υπερβολικών αντιδράσεων, σωφροσύνη, διαλλακτικότητα, σύνεση: Υπάρχει μετριοπάθεια στις απόψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”